ἀπεικόνισμα

ἀπεικόνισμα
ἀπεικόνισμα
inPh.
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απεικόνισμα — ἀπεικόνισμα, το (AM) 1. η αναπαράσταση, το αντίγραφο 2. το ομοίωμα …   Dictionary of Greek

  • ἀπεικονισμάτων — ἀπεικόνισμα inPh. neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικονίσμασι — ἀπεικόνισμα inPh. neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικονίσματα — ἀπεικόνισμα inPh. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικονίσματι — ἀπεικόνισμα inPh. neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεικονίσματος — ἀπεικόνισμα inPh. neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντεικόνισμα — ἀντεικόνισμα, το (Μ) απεικόνισμα, εικόνα …   Dictionary of Greek

  • είκασμα — το (AM εἴκασμα) [εικάζω] 1. ομοίωμα, απεικόνισμα 2. ό,τι προκύπτει από την εικασία, η πιθανότητα …   Dictionary of Greek

  • μόρφασμα — μόρφασμα, τὸ (Μ) [μορφάζω] εικόνα, απεικόνισμα …   Dictionary of Greek

  • νικάριον — νικάριον, το (AM) μσν. 1. μικρό απεικόνισμα τής θεάς Νίκης στη μία όψη ρωμαϊκού νομίσματος αρχ. 1. απεικόνιση μικρής νίκης 2. η αντίθετη, από αυτήν που φέρει την παράσταση, όψη τού νομίσματος και γενικά η αντίθετη πλευρά τού νομίσματος 3. είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”